- άγγι(α)γμα
- τό1) прикосновение;
δεν δέχεται άγγι(α)γμα — он недотрога;
2) затрагивание, задевание; поддразнивание;3) оскорбление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν δέχεται άγγι(α)γμα — он недотрога;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άγγι(α)γμα — το και σμα 1. επαφή. 2. πείραγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)